- χορτόπλινθος
- ο саман (из глины, перемешанной с травой)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χορτόπλινθος — η, ΝΜΑ, και χορτόπλινθος, ο, Ν πλίνθος από χώμα ανακατεμένο με χόρτα και ρίζες, πλιθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + πλίνθος (πρβλ. ὠμό πλινθος)] … Dictionary of Greek
χορτόπλινθον — τὸ, ΜΑ χορτόπλινθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χορτόπλινθος, κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek